© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

Α Ν Α Γ Ν Ω Σ Τ Η Ρ Ι Ο

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2008

Στέλιου Τζερμπίνου, 200 ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ. "ΓΛΥΚΥΘΥΜΟΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΙΣ" ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

[Εναρκτήρια ομιλία στο 9ο Πανελλήνιο Συνέδριο Χορωδιών, Ζάκυνθος 14-16 Απριλίου 2000. Κυκλοφόρησε και σε αυτόνομο τομίδιο (εκδ. Δήμου Ζακυνθίων, 2000) με πλούσιο και δυσεύρετο σήμερα φωτογραφικό υλικό.]


Εισαγωγικά

Αλήθεια ομολογημένη, η αντίσταση του πνεύματος ενάντια στην αλλοτρίωση των ιδεών, δεν διαθέτει ιστορική δικαίωση. Η πικρή πάντως αυτή κατάφαση ποτέ δεν αποτέλεσε και λόγο εξαίρεσης των πολιτισμικών αξιών της τέχνης και της παράδοσης στην ποιοτική αναβάθμιση του τρόπου ζωής ενός λαού. Στη Ζάκυνθο η μουσική, σαν συστατικό πολιτισμού ή σαν "γλυκύθυμος, κατά τον Λεωνίδα Ζώη, απασχόλησις", αξιώθηκε ν' αποτελέσει και Τέχνη και Παράδοση.

Τέχνη που επήγασε και ζωογονήθηκε από την ίδια την ψυχή του ζακυνθινού λαού, ποτισμένη από το μεσογειακό αίσθημα του χώρου και την εγκεφαλικότητα της επτανησιακής ποίησης, κορυφωμένη στα έργα των μεγάλων της ομώνυμης Μουσικής Σχολής και Παράδοση που εξασφάλισε, κυριολεκτικά από το στόμα στο αυτί, την επιβίωση της λαϊκής μούσας μέχρι τις μέρες μας, όχι ίσως τόσο ανόθευτα, αλλά ως το σημείο που η ανάμειξή της με κάποιες ποικιλίες τουριστικών προσφορών, να σηματοδοτεί το κόκκινο φως του κινδύνου, όχι όμως και την καταστροφή.

Τόσο στην έντεχνη όσο και στη λαϊκή μουσική, η μελωδία και ο ρυθμός, αγκαλιαστά με το ιόνιο κύμα, ακολούθησαν τους κυματισμούς της ιδιότυπης ζακυνθινής ψυχοσύνθεσης, που διαμορφώθηκε κάτω από γνωστές ιστορικές αντινομίες και ετερογενείς επιρροές, για να εκφράσει αρμονικά (πρωτότυπα ωστόσο και αυτοδύναμα) πόθους εθνικούς, πατριωτικούς και ταξικούς, πάθη ερωτικά και θρησκευτική κατάνυξη. Παιάνες και σερενάδες, εκκλησιαστικούς ύμνους και βαρκαρόλες, όπερες και αρέκιες και συμφωνικά έργα επίσης.

Aν ο σημερινός μελετητής ωστόσο, στηριζόμενος στον ιστορικό Παναγιώτη Χιώτη και τις βιβλιογραφικές του παραπομπές, τοποθετούσε στον 4ο π.Χ. αιώνα, την απαρχή της μουσικής ζωής στη Ζάκυνθο, αναφέροντας τον ζακύνθιο μουσικό Πυθαγόρα και τον περίφημο μουσικό του τρίποδα [1], ή επιχειρούσε να ταυτίσει χρονικά τη μουσική με τη θεατρική ιστορία του νησιού, με αφετηρία το έτος 1571, τότε που τα επινίκια της ναυμαχίας του Λεπάντο, γιορτά-στηκαν θεατρικά στο Κάστρο με τους Πέρσες του Αισχύλου από ερασιτεχνικό θίασο [2], θα δυσκολευόταν σίγουρα να της αναγνωρίσει την αδιάλειπτη επιβίωση μέχρι τα μισά τουλάχιστον του αιώνα που μόλις μας αποχαιρέτισε, μέχρι τότε δηλαδή που μπορούμε, ουσιαστικά, να μιλάμε για μουσική ζωή στη Ζάκυνθο. Θα πρέπει να δρασκελίσει κανείς τα πρώτα σκαλοπάτια του 19ου αιώνα για να εντοπίσει τις πηγές και να αντλήσει από αυτές πλουσιοπάροχα, τα προϊόντα μιας επίζηλης μουσικοθεατρικής κουλτούρας, που προσπορίζει στη Ζάκυνθο (σαν τόπο και σαν λαό), δικαίωμα συμμετοχής στα ωφελήματα της απογραφής του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού.

Το εκκλησιαστικό μέλος

Η εκκλησιαστική μουσική, διατηρώντας απέναντι στην κοσμική, χρονικό προβάδισμα και λειτουργική αυτονομία, καθιερώνεται στον ιόνιο χώρο σαν Κρητικο-Επτανησιακή (μετά το 1669) και διαμορφώνει τοπικά ένα καθαρά ζακυνθινό ιδιόμελο σύστημα που μοιάζει μεν με το βυζαντινό, από το οποίο κατάγεται, αλλά ψάλλεται με ...δυτική τετραφωνία. Είναι ωστόσο μια μουσική δεσπόζουσα στις κατανυκτικές στιγμές των Ζακυνθίων, με αποκορύφωση στο μεγαλοβδομαδιάτικο μελούργημα "΄Ινα τί εφρύαξαν έθνη..." του ευρωπαίδευτου μουσικού Ιωάννη Πλανήτερου (+ π.1809). Κι αφού μιλάμε για εκκλησιαστική τετραφωνία, που προϋποθέτει φυσικά και φωνητική συλλογικότητα, αξίζει ν' αναφερθούμε σε αντίστοιχους φορείς, σημειώνοντας σαν ενδιαφέροντες σταθμούς του εκκλησιαστικού μέλους στη Ζάκυνθο, τη "Σχολή φωνητικής και εκκλησιαστικής μουσικής" του 1902, υπό τον μουσικοδιδάσκαλο Στέφανο Καραμαλίκη, τη μακρόβια χορωδία της Μητρόπολης (από το 1928 μέχρι σήμερα), με διαδοχικούς διευθυντές το ζωγράφο-μουσικό Χρήστο Ρουσσέα (1896-1978), τον ανεπανάληπτο λυρικό τενόρο Γιάννη Κουντούρη (1903-1977), τον αξιόλογο μουσικό Αντώνη Γιατρά (γεν. 1927), (αρχιμουσικό της ορχήστρας πνευστών "Παύλος Καρρέρης" στη δεκαετία του '60) και τον σημερινό Γιώργο Μπάστα. Οφείλουμε επίσης ν' αναφερθούμε και στον ωδικό όμιλο του γιατρού Γιάννη Σούλη που ψάλλει μόνιμα στην εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, αποκλειστικά στο ζακυνθινό εκκλησιαστικό ιδίωμα. Η ιστορική καταγραφή επιβάλλει ακόμη την αναφορά και της παρεμπίπτουσας αλλά σημαντικής παρουσίας της εκκλησιαστικής χορωδίας του Αγίου Λαζάρου, στην περίοδο 1976-1984, υπό την διδασκαλία και διεύθυνση του ταλαντούχου ζακυνθινού μουσικού Γιάννη Βίτσου, στον οποίον επίσης πιστώνεται η σύσταση και η διεύθυνση της μικτού ρεπερτορίου χορωδίας των Αγίων Πάντων στα 1952, που τη δράση της ανέκοψαν οι σεισμοί του 1953. Για την, όχι μόνο, εκκλησιαστική διάσταση της χορωδίας η Φανερωμένη, που κατά κάποιο τρόπο είναι και η ...αμφιτρύων του παρόντος χορωδιακού συμποσίου, γίνεται λόγος στο τέλος του παρόντος.

Τετράφωνα και αρέκιες

Η γραπτή και ακουστική μνήμη της μουσικής ζωής στη Ζάκυνθο απογράφει πρωτίστως τα μοναδικά προ-επαναστατικά τετράφωνα: "Eφθασε η λαμπρά στιγμή", "Ω! ΄Υψιστε Θεέ μου" και τον περίφημο παιάνα του Αντώνιου Μαρτελάου "΄Οθεν είσθε των Ελλήνων..." κ.ά. Τα εξαίσια αυτά πατριωτικά άσματα , προεκτείνουν από την άλλη Ελλάδα στα Ιόνια νησιά τον καημό του υπόδουλου Ελληνισμού και τον μεταγγίζουν, με τόνους μελαγχολικούς αλλά και αρρενωπούς, στην κοινή εθνική συνείδηση του ζακυνθινού λαού, που ακόμα δεν έχει μουσικά κατασταλάξει στους γνώριμους μείζονες τρόπους της επτανησιακής τετραφωνίας.
Με ρίζες βαθύτατες η "αρέκια", τετράφωνο, ζακυνθινό, λαϊκό τραγούδι, αποτελεί αναμφίβολα, μια τοπική αποκλειστικότητα, γνήσιο δημιούργημα και έκφραση της λαϊκής μούσας, καμμιά φορά και της λόγιας ποίησης, όταν ο ποιητής βρίσκοντας μοτίβα προσέγγισης στην ψυχή του λαού, απομακρύνεται συνειδητά από το κακόζηλο εκείνο δόγμα που θέλει "την τέχνη για την τέχνη". Ο ποιητής Γιάννης Τσακασιάνος, που τ' όνομά του δεν έχει μόνο εδώ τη θέση του, μ' εκείνο το τόσο αντιπροσωπευτικό για τη Ζάκυνθο "Τση Κυριακής το ξύπνημα", κατάφερε να παντρέψει την επώνυμη ποίηση με την αρέκια, καταξιώνοντας την ιστορικότητά της τελευταίας. Θα επιμείνω όμως, λίγο ακόμη στην αρέκια, επιλέγοντας, όπως και αλλού, ότι μουσικοθεματικά η αρέκια αποτελεί μια από τις κορυφές του τριγώνου που συγκροτούν τη φωνητική μουσική παράδοση της Ζακύνθου. Οι άλλες δύο είναι η τετράφωνη καντάδα και η δίφωνη σερενάτα. Μέσα από τη διττή υπόσταση της, την λαογραφική και την τραγουδιστική, ευδοκιμεί και θάλλει, αδρή, ζουμερή, σπιρτόζα, τρυφερή, καυστική, σαρκαστική, η λαϊκή μούσα, εκφρασμένη με την άνεση του διπλού δημοτικού δεκαπεντασύλλαβου και με την αρμονία του επτανησιακού τετράφωνου, αλλά και με την περίτεχνη παρεμβολή της τρίτης φωνής, που κάποια στιγμή μετονομάζεται σε "σουρτάνα", ίσως για την αλαζονική διεκδίκηση μέσα από το χαρέμι των άλλων φωνών, της αρμονικής της πρωτοκαθεδρίας [3]. Η εκτέλεση της αρέκιας a capella ή με ακομπανιαμέντο κιθάρας, βρίσκει πάντα φόρμουλες για να διαιωνίζει μουσικά την ψυχή και τη δύναμη ενός λαού, που ξέρει να διανθίζει το άγχος της καθημερινότητας, με θυμόσοφα σαρκαστικά μοτίβα σαν κι αυτό:

Oπούχε τα πολλά 'κλαιγε, οπούχε και τα λίγα
κι οπού δεν είχε τίποτα καθόταν κι ετραγούδα.

Ο 19ος αιώνας

Στον αιώνα που ξεκινάει με τη γέννηση του Β. Μπελίνι και τελειώνει με το θάνατο του Γ. Στράους (γυιού), η Ζάκυνθος δηλώνει μουσικά παρούσα, αφομοιώνοντας και δια-πλάσσοντας τη μουσική κουλτούρα της Ευρώπης, με τα μέσα που μπορεί να διαθέσει. Θέατρα, τραγουδιστές, ορχήστρα πνευστών, ερασιτεχνικές ορχήστρες και συνθέτες όπερας.Το μελόδραμα κυρίως και ο Φιλαρμονικός Σύλλογος στην ευτυχή τους συνεύρεση θα χαρίσουν στους Ζακυνθινούς μέρες και νύχτες υπέρτατης μουσικής τέρψης. Τα τοπικά στοιχεία της έρευνας, ύστερα από τις αλλεπάλληλες σεισμικές καταστροφές, είναι βέβαια περιορισμένα, όχι όμως και απρόσφορα σε θετικά συμπεράσματα.

Ο εξαίρετος μουσικολόγος και ιστορικός της νεώτερης Ελληνικής μουσικής Γιώργος Λεωτσάκος, μας δίνει την πληροφορία ότι η πρώτη παράσταση όπερας στη Ζάκυνθο δόθηκε στα 1813 [4]. Τη χρονιά αυτή πράγματι, εγκαινιάζεται στη Ζάκυνθο το Teatro dei Filopatrii. Η σύστασή του, η οικοδόμησή του και η λειτουργία του θα εξυπηρετήσει βασικούς στόχους ενός λαού που μελαγχολεί κάτω από την αγγλική "προστασία" και αισιοδοξεί στο ιστορικό του μέλλον. Στο θέατρο αυτό ο ζακυνθινός λαός θα εμπιστευθεί δύο ιδεώδη: To πάθος του για την όπερα και τον πόθο του για εθνική λευτεριά.΄Ετσι από τη μιά μεριά, θα στεγάζει παραστάσεις όπερας, πολλές φορές και με ντόπιους ερασιτεχνικούς συντελεστές και από την άλλη ο Φιλοδραματικός Σύλλογος (Νobile Societa Filodramatica del Zante), που το πατρονάρει και το συντηρεί καλλιτεχνικά, θα βρίσκει τρόπους να περνά μέσα από τις παραστάσεις του τα μηνύματα της Φιλικής Εταιρείας [5]. Στο δραματολόγιο όντως αυτού του θεάτρου, περιλαμβάνονται κυρίως μελοδραματικά έργα. Στην θεατρική δραστηριότητα του 1815 αναφέρoνται τα ονόματα του τενόρου Κυριάκου (Domenico) Castiglia, του Ελληνα μουσικοδιδάσκαλου-βαρύτονου Θεόδωρου Καραβία, καθώς και του Ιωάννη Βαπτιστή Λομβάρδου σαν υποβολέα του θεάτρου [6]. Κατά το Λεωνίδα Ζώη στο θέατρο αυτό άρχισαν τη σταδιοδρομία τους και μερικοί "περιφανείς κατόπιν αοιδοί ως ο οξύφωνος Verget και άλλοι" [7]. Στο Λεωνίδα Ζώη επίσης [8], οφείλουμε τη σημαντική πληροφορία ότι από τον θεατρικό αυτό φορέα και από τη σκηνή του Φιλοπατριωτικού Θεάτρου παρουσιάστηκε το μελόδραμα "Ατρεύς και Θυέστης" (κατά τη νεανική τραγωδία του Ούγκο Φόσκολο "Θυέστης"), σε μουσική Λουδοβίκου Πλατόνη. Για την ιστορία σημειώνουμε ότι η "πρώτη" του έργου αυτού ("Tieste"), δόθηκε στο θέατρο San Angelo της Βενετίας, στις 4 Ιανουαρίου 1797 [9].

Όμως για την όπερα στη Ζάκυνθο, θα επανέλθω σε λίγο.

Ο Φιλαρμονικός Σύλλογος

Το 1816 ιδρύεται στη Ζάκυνθο ο πρώτος στην Ελλάδα Φιλαρμονικός Σύλλογος, πρωτοβουλία του ιταλού καθηγητή Marco Battagel και εξήντα ακόμη φιλομούσων Ζακυνθίων. Δια της συστάσεώς του επετεύχθη το πρώτον επίσημον βήμα εις την Ιστορίαν της Ορχήστρας Πνευστών εν Ελλάδι, γράφει ο Σπύρος Μοτσενίγος, επισημειώνοντας ακόμη ότι, η ίδρυσίς του υπήρξε απόρροια βαθυτάτης επιταγής του λαϊκού φρονήματος, εκδήλωσις εθνικού παλμού και ουχί αποκλειστικώς ενέργεια προερχομένη εξ αγάπης προς την τέχνην και μόνον [10]. Στην εξέλιξή του και στο ρεπερτόριό του θα συμπεριλάβει τα περικαλλή άνθη του ρομαντισμού που έδωσε δελτίο μουσικής ταυτότητας στον αιώνα του και ανεξόφλητες παρακαταθήκες στον ήδη απελθόντα. Θα αναφερθώ εδώ σε δύο πολύ χαρακτηριστικές περιγραφές που αποτυπώνουν γλαφυρά και καθοριστικά την ψυχική μέθεξη του ζακυνθινού λαού στο ιδεώδες της μουσικής. Η πρώτη ανήκει στο Ζακύνθιο λαογράφο Ανδρέα Γαήτα (1832-1905) και περιλαμβάνεται στα "Λαογραφικά" του Ντίνου Κονόμου. Αφορά μιαν από τις επαναλαμβανόμενες στη Ζάκυνθο "ενετικές βραδιές", που κατά κυριολεξίαν ο λαογράφος, χωρίς ωστόσο ν' αναφέρει την παρουσία και τραγουδιστών, ονομάζει "σερενάδα", με μουσική συμμετοχή μόνο της Φιλαρμονικής Εταιρείας Ζακύνθου. Έτος 1843:

Mεταξύ των πολλών σερενάδων των τελευταίων ετών, γράφει, δύο κυρίως μνημονεύονται μετά θαυμασμού και αίτινες αφήκαν ανεξαλείπτους εντυπώσεις εις τους επιζώντας. Η πρώτη έγινε μετά την σύστασιν της Φιλαρμονικής Εταιρείας, ής προήδρευε ο ιατρός Φραγκίσκος Καρβελλάς, ο Σγόμπος λεγόμενος, επειδή ήτο κυφός με διπλόν ύβον επί της ωμοπλάτης και του στήθους. Επί φορτηγίδος μυρτοστολίστου και φέρουσα (sic) ενετικούς φανούς ανήλθεν η Φιλαρμονική Μουσική και περιήλθεν άπασαν την παραλίαν της πόλεως παίζουσα εκλεκτά μουσικά τεμάχια. Η νυξ ήτο θερμή, η θάλασσα γαληνιαία και ήρεμος ως λίμνη. Την φέρουσαν την μουσικήν φορτηγίδα παρηκολούθουν άπασαι αι λέμβοι του λιμένος, επειδή δε αύται δεν εξήρκουν ίνα περιλάβωσι πάντας τους θέλοντας να παρακολουθήσωσι την σερενάδα, εμισθώθησαν και φορτηγίδες και πετροκάϊκα. Αι προκυμαίαι ήσαν κατάμεστοι ανδρών και γυναικών, οίτινες παρηκολούθουν δια των ομμάτων το λαμπρόν θέαμα της παρελάσεως της σερενάδας, ακόμα δε ηκροώντο και τα παιζόμενα μουσικά τεμάχια, το τέλος εκάστου των οποίων επηκολούθουν παρατεταμέναι επευφημίαι και χειροκροτήσεις ενθουσιώδεις. Την λήξιν της σερενάδας επηκολούθησαν δείπνα εντός των λέμβων και ευθυμία και άσματα.

Η δευτέρα σερενάδα, συνεχίζει ο Γαήτας, έγινεν το 1864, όταν ήλθεν κατά πρώτην φοράν ενταύθα ο Βασιλεύς Γεώργιος.... [11]

Μια τρίτη επίσης απολαυστική αναφορά, με παραπομπή στο ρεπερτόριο όπερας του Φιλαρμονικού Συλλόγου, συναντάμε στην τοπική εφημερίδα "Ελπίς" της 26 Ιουνίου 1888, η οποία, με ευρηματική επίνευση, την χαρακτηρίζει ...λεμβοσυναυλίαν:

"Την εσπέραν της δωδεκάτης τρέχοντος, ο άρτι συστάς φιλαρμονικός θίασος, επιβάς φορτηγίδος λαμπρώς φωταγωγημένης, εξετέλεσε διάφορα μουσικά τεμάχια, εν οίς εκ των μελοδραμάτων Νόρμα, Φάουστ και Ερνάνη. Η εκτέλεσις εγένετο μετά πλείστης επιτυχίας, ιδία δε χρονικής ακριβείας, το δε προ της παραλίας συνηγμένον πλήθος, ενθουσιωδώς εχειροκρότει τους εν τόσω βραχεί διαστήματι ούτω προοδεύσαντας. Πληθύς λέμβων πεπληρωμένων Κυ-ριών και κυρίων παρηκολούθει, το δε της της πανσελήνου συμπαθέστατον φως και η άκρα του πελάγους νηνεμία έτι τερπνοτέραν την μουσικήν ταύτην λεμβοσυναυλίαν κατέστησαν".

Στις δυό πλατείες της Ζακύνθου, την πάνω και την κάτω, πριν ακόμα τιμηθούν και τιμήσουν το όνομα του εθνικού μας ποιητή, ο Φιλαρμονικός Σύλλογος θα καταστήσει ενήμερους τους Ζακυνθινούς στο ευρωπαϊκό ηχόχρωμα, κάτω από τις μπαγκέττες που κράτησαν αρχιμουσικοί όπως ο Φρ. Νικολίνι (+1911), ο Γιαννάκης Πήλικας (1870-1942), ο Νικόλαος Αρβανιτάκης αλλά και ο Τάκης Βλάχος (1919- ) και ο Κώστας Σαμψαρέλλος (1927-1996). Στον τελευταίον αυτόν η Ζάκυνθος χρωστάει μιαν εικοσάχρονη και πλέον (1960-1981) φιλαρμονική θητεία (τη μεγαλύτερη, πλην του Πήλικα), αλλά και τη δημιουργία της 40μελούς Ζακυνθινής Χορωδίας που διακρίθηκε εντός και εκτός της Ζακύνθου στη διάρκεια της δεκαετία του '60.

Το μελόδραμα

Η έμφυτη κλίση του ζακυνθινού λαού προς την ρέουσα μελωδία και το κλίμα του ρομαντισμού που συναρπάζει ολόκληρη την Ευρώπη του 19ου αιώνα, βρίσκουν εδώ την ιδανική τους συνισταμένη, με τη λατρεία της όπερας. Η πάνδημη αποδοχή του μελοδράματος στη Ζάκυνθο υπήρξε αναγκαίος όρος ενός διαταξικού συμβιβασμού, συνέπεια της εξελικτικής του πορείας από τα θεατρικά κέντρα της Ευρώπης (Βενετία, Νάπολη, Παρίσι, Βιέννη), στα προνόμια της εφτανησιώτικης αριστοκρατίας, από κει στους θεατρικούς ιμπρεσάριους της ανερχόμενης αστικής τάξης των Ιονίων, για να καταλήξει τελικά στο λαό που το αφομοίωσε και το στήριξε με όλες του τις δυνάμεις. Η Ζάκυνθος βιώνει άλλωστε την όπερα περισσότερο από κάθε άλλο θεατρικό είδος, για ένα πολύ απλό λόγο: Γιατί την τραγουδάει, συμμετέχοντας στο σκηνικό πάθος, πράγμα που δεν μπορεί να κάνει με τα έργα πρόζας. Γίνεται συνεπώς η όπερα αισθητικό βίωμα των Ζακυνθίων και το ζακυνθινό θέατρο στάδιο ισορροπίας των κοινωνικών αντιθέσεων, όταν δεν οξύνονται στη διεκδίκηση της εύνοιας κάποιας πριμαντόνας από θερμόαιμους θαυμαστές.΄Ασχετο αν τις περισσότερες φορές η εύνοια της πριμαντόνας εξαντλιόταν ανάμεσα σ' ένα καταδεκτικό χαμόγελο υπόσχεσης κι ένα συγκαταβατικό χειροφίλημα ολοκλήρωσης. Επιχειρηματολογώ ωστόσο με δύο χαρακτη-ριστικά δημοσιεύματα από τον τοπικό τύπο. Το πρώτο από την εφημερίδα "Ελπίς" (28 Οκτωβρίου 1880):

"Το παρελθόν Σάββατον παρέστη εν τω παρ' ημίν θεάτρω το ιταλικόν μελόδραμα Trovatore. Kαίτοι το μελόδραμα τούτο είναι τοσούτον παρ'ημίν γνωστόν, ώστε αι ωραιότεραι αυτού στροφαί άδονται εν ταις οδοίς και υπό των απλουστέρων, η παράστασίς του όμως μέχρις ενθουσιασμού ηυχαρίστησε το παρ' ημίν κοινόν, όπερ ζωηρώς εχειροκρότει τους κυριοτέρους αοιδούς".

Tο δεύτερο από τη στήλη "Ποικίλα" της τοπικής εφημερίδας "Ασμωδαίος" (φ. 1 της 9 Ιαν. 1865) :

"Ενταύθα προυκλήθησαν εις δια πιστολίου μονομαχίαν δύο νέοι, οι κ. Ιωάννης Λαγουϊδάρας και Βενιζέλος Κρενδιρόπουλος, των πριμανδόννων ένεκα. η Αστυνομία όμως προλαβούσα εμπόδισε το τοιούτον, και υπεχρέωσε τους δύο τούτους μονομάχους να θέσωσιν εγγυήσεις εκατόν λιρών στερλινών, απαγορεύσασα αυτοίς την εν τω θεάτρω εισέλευσιν". Αυτά!

Εκτός από το Τeatro dei Filopatrii, που προαναφέρθηκε , μια σειρά άλλων άλλων θεάτρων (Adam, Απόλλων, Φόσκολος και διάφορα θερινά) θα στεγάσουν και θα διδάξουν στους Ζακυνθινούς το μουσικοθεατρικό επίτευγμα της όπερας, μεταφέροντας εδώ το λυρικό κλίμα των θεάτρων της Ευρώπης.

Στη θεατρική περίοδο 1879-1880, χρονιά ακμής του μελοδράματος στη Ζάκυνθο, η πανέμορφη αμερικανίδα πριμαντόνα Αβονία Μπόνεϋ, επικεφαλής ιταλικού θιάσου, θριαμβεύει στο θέατρο Φόσκολος και διχάζει τους ζακυνθινούς , προκαλώντας το ανεπανάληπτο εκείνο διεγερτήριο ξέσπασμα του 26χρονου τότε μπαρμπέρη-εραστή και ποιητή Γιάννη Τσακασιάνου:

Aν θέλεις Μπόνεϋ στρατό, γραφόμαστε δικοί σου,
να κάψουμε τη Ζάκυνθο για τη γλυκειά φωνή σου...

Οι επτανήσιοι συνθέτες, συμμετέχουν πλουσιοπάροχα στη μουσική του 19ου αιώνα και με δημιουργική υπέρβαση φιλτράρουν την ιταλική τους κουλτούρα στην καθαρότητα της ελληνικής τους συνείδησης. Αυτό το πνεύμα, νομίζω, πρέπει ν' αναγνωρίσουμε στην υπέροχη μελοδραματική παραγωγή των επτανησίων, απαλλάσσοντάς τους από άδικες μάλλον κατηγορίες και υπαινιγμούς για ξενόφερτη εξάρτηση. Και είναι αληθινά μακρύς ο κατάλογος των κορυφαίων που θα επιχειρούσε κανείς να συμπληρώσει αρχίζοντας από τον Νικόλαο Χαλικιόπουλο-Μάντζαρο (1795-1872) για να καταλήξει στον Διονύση Λαυράγκα (1860-1941). H Ζάκυνθος συντρέχει με τέσσερες κυρίως συνθέτες όπερας και της έντεχνης γενικώτερα μουσικής: Τον Φραγκίσκο Δομενεγίνη (1809 -1874), τον διεκδικούμενο από την Κέρκυρα Ιωσήφ Λιμπεράλλη (Κέρκυρα 1820 - Ζάκυνθος 1899), τον Παύλο Καρρέρ(η) (1829 -1896) και τον Ιωσήφ Μαστρεκίνη (1842 - 1903).

Από τους τέσσερες ο πρώτος Φραγκίσκος-Λαμπρινός Δομενεγίνης, γνωστότερος ως ριζοσπάστης πολιτικός, υπήρξε παράλληλα και σημαντικός συνδρομητής της Επτανησιακής Μουσικής Σχολής, στα αξιόλογα έργα του οποίου περιλαμβάνεται και το μελόδραμα Μάρκος Μπότσαρης. Η τοπική εφημερίδα Σπινθήρ της 2 Ιουν.1849, μας δίνει μια σημαντική πληροφορία, σύμφωνα με την οποία:
"Το εσπέρας της 28 Μαΐου, επαρεστήθη μία σκηνή του λυρικού δράματος "Μάρκος Μπότζαρης", ποίημα ενός συμπολίτου μας, μουσουργηθέν υπό ετέρου και αυτού συμπολίτου μας του Κ.(υρίου) Φ. Δομενεγίνη".

Συμπληρώνω την είδηση επιλέγοντας ότι ο συμπολίτης ποιητής ήταν ο Γεώργιος Λαγουϊδάρας και το θέατρο ο Απόλλων (ένα από τα πολλά που ευδοκίμησαν στη Ζάκυνθο τον περασμένο αιώνα), στη λεγόμενη τότε "Πλατεία των Ασκήσεων" και που δεν είναι άλλη από την σημερινή Πλατεία Σολωμού.
Εξοχος πιανίστας και μουσικοδιδάσκαλος, ενοργανωτής ορχήστρας πνευστών, μαέστρος και αξιόλογος συνθέτης ο Ιωσήφ Λιμπεράλλης (1820-1899), αναγνωρίσθηκε στον καιρό του σαν «συμπαθής και διακεκριμένη φυσιογνωμία». Γεννημένος στην Κέρκυρα από ιταλό πατέρα (Domenico Liberalle) και ζακυνθινή μητέρα (Αικατερίνη Μηλιοράτη), παντρεμμένος στη Ζάκυνθο, με την επίσης ζακυνθινή Αικατερίνη Χαριάτη και με πολύχρονη, όσο και ευδόκιμη σταδιοδρομία στο νησί, δικαιούται σίγουρα τον χαρακτηρισμό του ζακυνθίου. Από τις τέσσερες όπερές του Ρήγας Φεραίος, Μάρκος Μπότσαρης, Η επιστροφή του Κανάρη και Arbace a Pompei, μόνον η τελευταία παίχτηκε αποσπασματικά στη Ζάκυνθο, σε άγνωστη ημερομηνία και θεατρική σκηνή. Θ' αποτελούσε όμως κι ασυγχώρητη παράλειψη μας, αν δεν αναφέραμε και 26 ακόμη άλλες δημιουργίες του για πιάνο, καρπό της έρευνας του μουσικολόγου Γιώργου Λεωτσάκου και του γράφοντος [12].

Ο Παύλος Καρρέρ(ης), είναι ο κορυφαίος και ο πιο σημαντικός, εκτός ίσως από τον Σαμάρα, επτανήσιος συνθέτης όπερας. Οι ευρωπαϊκές σπουδές και η επίδραση της ιταλικής όπερας δεν αποστέρησαν την έμπνευση του από ελληνικές πηγές δημιουργίας, αφού το δημοτικό τραγούδι και η έντεχνη ελληνική ποίηση των Αριστ. Βαλαωρίτη, Ιουλ. Τυπάλδου, Αχιλ. Παράσχου, Αλ. Σούτσου, Ραγκαβή κ.α., στήριξαν γερά το συνθετικό του έργο, εξασφαλίζοντάς του αποδοχή και καταξίωση όχι μόνο στον καιρό του αλλά και στο ακαδημαϊκό περιβάλλον της συντελούμενης σήμερα αναγέννησης των επτανησιακών μουσικών σπου-δών. Από τις δώδεκα συνολικά γνωστές όπερές του και από τις, ελληνικής θεματολογίας, πέντε, ο Μάρκος Μπότσαρης (προσφιλής μελοδραματικός ήρωας των επτανησίων οπερογράφων) παίχτηκε στη Ζάκυνθο στις 19 Δεκεμβρίου 1864 στο θέατρο «Απόλλων» και η αριστουργηματική Κυρά Φροσύνη (πρόσφατα ανακτημένη και αναστημένη χάρη στους κ.κ. Λούντζη και Φιδετζή), δόθηκε σε παγκόσμια "πρώτη" στο ίδιο θέατρο, στις 16 Νοεμβρίου 1868. Δύο άλλα μονόπρακτα, ελληνικής υφής, μελοδράματά του, το δραματικό Δέσπω, η ηρωίς του Σουλίου, δεν ξέρουμε αν παίχτηκε στη Ζάκυνθο και το κωμικό Κόντε Σπουργίτης του συμπατριώτη του Ιωάννη Τσακασιάνου, μάλλον δεν παίχτηκε (τουλάχιστον ολόκληρο), ενώ η 4πρακτη όπερα του Μαραθών-Σαλαμίς, εξακριβωμένα δεν έχει παιχτεί μέχρι σήμερα. Σημαντική εξάλλου είναι η συνδρομή του Π. Καρρέρ στην ανθολογία του πιάνου (πόλκες, μαζούρκες ή βαλς), στις ασματικές ρομάντσες, καθώς και στο ρεπερτόριο της καντάδας και της βαρκαρόλας [13].

Ο 20ός αιώνας θα εγκαινιάσει το ανα-οικοδομημένο θέατρο Φόσκολος, με ιταλικό θίασο όπερας και θα συνεχίσει μέχρι το 1910 όταν πια το ιστορικά λεγόμενο Γ΄ Ελληνικό Μελό-δραμα θα δώσει, υπό τον Διονύση Λαυράγκα, την πρώτη του παράσταση στη Ζάκυνθο στις 6 του Φλεβάρη 1910. Το πρόγραμμα των παραστάσεων αρχίζει με τον Ριγκολέττο του Βέρντι και με πρωταγωνιστή το μεγάλο ΄Ελληνα βαρύτονο Γιάννη Αγγελόπουλο, ενώ ακόμη αναφέρονται τα έργα Νόρμα, Φάουστ, Μιρέϊγ, Λουκία, Καβαλλερία-Παλιάτσι και η Διδώ του Λαυράγκα. Στους ερμηνευτές μεγάλα ονόματα της ιστορίας του ελληνικού λυρικού θεάτρου, όπως ο τενόρος Νίκος Μωραϊτης και η σοπράνο Άρτεμις Κυπαρίσση που παίζουν μαζί στον Φάουστ του Γκουνό. Για την πρώτη αυτή εμφάνιση του Ελληνικού Μελοδράματος στη Ζάκυνθο, παρακάμπτοντας τις τοπικές εφημερίδες, θα περιοριστώ σε αφηγηματική περιγραφή του ίδιου του Λαυράγκα, που πέρα από τη μουσική του μεγαλοσύνη, διαθέτει και μιαν απαράμιλλη προσωπική γοητεία γραφής, όσες φορές αφήνει στην άκρη τη μπαγκέττα του μαέστρου για να πιάσει το χηνόφτερο του ιστορικού. Οι περιγραφές του είναι γλαφυρές και χαριτωμένες, έστω κι αν πολλές φορές, με τη χάρη της υπερβολής που μεταχειρίζεται, τραυματίζει, συνήθως ανώδυνα, και την αντικειμενική αλήθεια. Είναι απολαυστικός και αξίζει τον κόπο η μεταφορά της σχετικής περικοπής από τα απομνημονεύματά του:

"Πήγαινε για πρώτη φορά στη Ζάκυνθο, το ελληνικό μελόδραμα, γράφει, άλλά ήταν γνωστό από την φήμη των επιτυχιών του....Είχα την περιέργεια να ιδώ πως θα δεχόντανε κι εκεί τους ΄Ελληνες αρτίστες και τι εντύπωσιν θα έκαμε στον κόσμο η Τραβιάτα, ο Ριγολέττος κλπ μεταφρασμένα και τραγουδισμένα ελληνικά. Οι Ζακυνθινοί όπως και οι Κερκυραίοι όχι μόνον δεν παραξενεύτηκαν ακούγοντας το "Φτερό στον άνεμο" ή "νέος λαμπρός κι ολέθριος" (!) αλλά και εχειροκρότουν δαιμονιωδώς κάθε άρια, κάθε κόρο, κάθε ρετσιτατίβο. Μ' όλη τη φτώχεια τους εγέμιζαν το θέατρο κάθε βράδυ, ο δε Νταλέτος, ο δημοφιλής ιμπρεζάριος έτριβε τα χέρια του από ικανοποίηση και έλεγε στους γύρω του "δεν σας τόλεγα εγώ μωρές θρασύμια πως τούτες τσι τζόγιες που σας έφερα δεν θα τσι ακούσετε πλειό ποτέ σας;" Τα μπoυκέτα, τα γιούλια, τα τζαντσαμίνια, τα κουφέτα έδιναν κι έπαιρναν κάθε βράδυ στη σκηνή και οι εγχώριες εφημερίδες έγραφαν άρθρα ολόκληρα, ποιήματα και διθυράμβους για τον θίασο. Τις αγαπημένες όπερες των Ζακυνθινών, Νόρμα και Φάουστ, έδωσα παραπάνω από έξι φορές την κάθε μια και όμως ήθελαν να τις ακούσουν ακόμη... Κατά την αναχώρησή μας μάς συνόδευσε άπειρον πλήθος ως το μώλο εν διαδηλώσει. Μας προέπεμψαν με ζήτω, ρουκέτες, μάσκουλα, σμπάρα και βεγγαλικά και πολλοί μπήκαν στις βάρκες ως τιμητική ακολουθία μέχρι του βαπόριού! Γυναίκες και άντρες μας εύχονταν στο καλό, καλές αντάμωσες, κατευόδιο και τα παρόμοια, ανεμίζοντας τα μαντήλια των σαν ν' αποχωρίζονταν από συγγενείς ή παλιούς φίλους" [14].

Και το Ελληνικό Μελόδραμα με όνόματα όπως του Γιάννη Αγγελόπουλου, του Νίκου Μωραϊτη, του ζεύγους Μιχάλη και Ελένης Βλαχοπούλου, της Μιρεϊγ Φλερύ, της Ελβίρας ντε Ιντάλγκο, του Αντώνη Δελένδα θα κρατήσουν νοσταλγούς και ενήμερους τους Ζακυνθινούς μέχρι το καλοκαίρι του 1936 που στον καλοκαιρινό κινηματογράφο "Πάνθεον" της Στράτα Μαρίνας, θ' αποχαιρετίσουν οριστικά το μελόδραμα.

Το κωμειδύλλιο

Το κωμειδύλλιο, μια άλλη μορφή μουσικοθεατρικής τέχνης, διεκδικεί κι αυτό από την Ζάκυνθο, την "πρώτη" του στον ελληνικό χώρο, δέκα πέντε κιόλας χρόνια πριν από την εμφάνισή του στην Αθήνα. ΄Ενα είδος μουσικής ηθογραφίας, που παρά τη συγγένειά του με το γαλλικό vaudeville, δίνει δικαίωμα στους ειδικούς να μιλούν για "Ζακυνθινή Σχολή", που, σύμφωνα με τον θεατρολόγο Θόδωρο Χατζηπανταζή, ... πριν να σβύσει, αποδυναμωμένη απότην κεντρομόλο έλξη της Αθήνας, πρόλαβε να προεικάσει μια νέα θεατρική εξέλιξη που έμελλε να ολοκληρωθεί στην πρωτεύουσα, όταν οι εκεί περιστάσεις θα το επιτρέπανε. [15] Έτσι στη θεατρική περίοδο 1875-1876, με μουσική φροντίδα ή επένδυση, αν θέλετε, του ζακυνθινού μουσικοσυνθέτη Αντωνίου Καπνίση (1813-1885), ο οποίος, όπως γράφει ο Λεων. Ζώης, ...εφήρμοσεν εις τ' άσματα και τας δυωδίας ήχους ιταλικών μελοδραμάτων [16], στο νιόκτιστο τότε θέατρο Φόσκολος, παίζονται τα κωμειδύλλια Ο Μαστρο-μανώλης του Σωκράτη Ζερβού (1848-1912), Το τύμπανον και η σάλπιγξ του Πίου Μαρτζώκη (1847-1911) και Τα γελοία αποτελέσματα της ζηλοτυπίας του Γιάννη Τσακασιάνου, ενώ ένα ακόμη Η ερωμένη του συρμού, επίσης του Τσακασιάνου, δεν πρόλαβε να παιχτεί λόγω οικονομικών αδιεξόδων του θιάσου. Για την ιστορία θυμίζω ότι ο θίασος είχε την επωνυμία "Αριστοφάνης" και τον αποτελούσαν ντόπιοι ερασιτέχνες, με έκτακτη μετάκληση και συμμετοχή της αθηναίας καλλιτέχνιδος Κριμαίας Αλταβέλη.

Τσακασιάνος και καντάδα

Η ανάγκη όμως της συγκομιδής καρπών από το ζακυνθινό περιβόλι της μουσικής, μας υποχρεώνει στην αναζήτησή τους, στην κατάλληλη φυσικά εποχή, υποχρεώνοντάς μας έτσι σ' ευχάριστα, θέλω να πιστεύω, χρονικά πισογυρίσματα.

Πού να εντάξει κανείς αλήθεια τη μοναδική και πολυσχιδή προσωπικότητα του Γιάννη Τσακασιάνου (1853-1908), που δεσπόζει στα μουσικοφιλολογικά και θεατρικά δρώμενα της Ζακύνθου αλλά και στην κοινωνική ζωή του τόπου, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την ΄Ενωση; Oι πολιτικές μεταβολές της εποχής επηρεάζουν αναπόφευκτα και το κοινωνικό γίγνεσθαι, αναδεικνύοντας μια νέα αστική τάξη με αξιώσεις και οράματα, της οποίας ο ανοικονόμητος Τσακασιάνος γίνεται σύμβολο και αδιαφιλονίκητος εκφραστής.

Με την ευλογία του καρποφορεί το ειδύλλιο της δυτικής μελωδίας με τον εφτανησιώτικο λόγο. Με "Της γής τα πλάσματα", που θυμίζουν "Τραβιάτα", μα που είναι δικά του και αργότερα με την "Γλυκειά παρθένα" του Διονυσίου Κατσίγιαλου (1880-1944) γεννιέται και ανασταίνεται η τοπική καντάδα.

"Αίσθημά τι μελαγχολίας, οιονεί εκδήλωσις υπολανθάνοντος ερωτικού πάθους ή απελπισίας, διήκον δι αυτών διαθέτει τον ακροώμενον εις ρέμβην ονειροπόλον, γράφει ο Διονύσης Λαυράγκας [17], για την επτανησιακή καντάδα, που στη Ζάκυνθο, συνεχίζει, προσλαμβάνει χαρακτήρα σοβαρόν, μελαγχολικόν, οιονεί εκδήλωσιν θρησκευτικού τινός αισθήματος, λεπτός δε μυστικισμός την διαπνέει".

Η καντάδα ωστόσο στη Ζάκυνθο, αρκέστηκε να εμπλουτίσει το ρεπερτόριό της με δάνεια από την γειτονική Κεφαλονιά και την Αθηναϊκή πρωτεύουσα, διεκδικώντας όμως πρωτεία και σχεδόν αποκλειστικότητα στα θέλγητρα της ζακυνθινής σερενάτας.

Ο Κωστής και η ζακυνθινή σερενάτα - Πιέρρος Πανταζής

Δεν ξέρουμε από ποιούς δασκάλους πήρε οδηγίες ο Τζώρτζης Κωστής (1871-1959), εξασφαλίζοντας διαπλαστική διάρκεια στις αριστουργηματικές νυκτωδίες του, που διαφιλονικούν τη χάρη του ανδρικού ντουέττου στη βερντική όπερα. Βρισκόμαστε στην εποχή που το ρομαντικό ιδεώδες στην τέχνη, εγκαταλείπει πιά τα θεωρητικά προσχήματα της ιστορικής του επιβίωσης, παραχωρώντας πρωτοβουλίες σε μια νατουραλιστική αντίληψη των αισθήσεων και στην ιδανική σάρκωση του ερωτικού ινδάλματος. Ο ιταλικός βερισμός της εποχής βέβαια, δεν θα βρεί ποτέ καράβι για τη Ζάκυνθο, στέρνει όμως τα χαιρετίσματά του με τις αύρες του Ιονίου. "΄Ηθελα φως μου όνειρο του ύπνου σου να γίνω...", στιχουργεί ο ωραιολάτρης γιατρός και ποιητής Γιάγκος Τσιλιμίγκρας (1872-1947) και ο Κωστής, με τη μουσική του, γεφυρώνει την επιθυμία με το όνειρο. ΄Ενας άλλος ερωτικός, ο ζωγράφος ποιητής Μίμης Πελεκάσης (1881-1973) του προμηθεύει πρώτη ύλη για ..."oυράνια πλάσματα". Ο Κωστής όμως, σαράντα ένα μόλις ετών στα 1912, για λόγους που πιστώνουν τη γεύση κάποιας γλυκειάς αμαρτίας και χρεώνουν την τύψη μιας ανώφελης μεταμέλειας, θα εγκαταλείψει τα ερωτικά εγκόσμια και αυτοπεριοριζόμενος στα εκκλησιαστικά, αφήνει στο ...πόδι του έναν άξιο συνεχιστή: Τον Πιέρρο Πανταζή (1894-1970), ένα πολυεπίπεδο μουσικό, βασικά αυτοδίδακτο, με τάλαντο και εκφραστική διαίσθηση, που θα παραμείνει συνεπής στα διδάγματα της παράδοσης και τις ληξιπρόθεσμες ωστόσο ρομαντικές παρακαταθήκες, σταλάζοντας στον έρωτα και το κρασί των τραγουδιών που μελοποίησε ένα νοσταλγικό απόηχο, που θα επηρεάσει και κάποιους νεώτερους.

Ανάμεσά τους ο Γιάννης Βίτσος (γεν. 1923), ένας πολυμερής κι αυτός μουσικός, με συνθετικές ικανότητες και ζακυνθινή ιδιαιτερότητα, εξασφαλίζει σίγουρα την ιστορική του καταχώριση με τα "Mουσικά Πεντάγραμμα" του, ένα πολύτιμο βιβλίο-κώδικα καταγραφής (πρώτη φορά με νότες) "άγραφου" υλικού (από αρέκιες μέχρι κάλαντα) της ζακυνθινής μουσικής παράδοσης.

Στη σύνθεση της ζακυνθινής σερενάτας χρειάστηκε έμπνευση. Στην εκτέλεσή της σκηνοθεσία. Στην απόδοσή της ένας τενόρος, ένας βαρύτονος, α΄ και β΄μαντολίνο, μαντόλα, κιθάρα και ...αυγουστιάτικο φεγγαρόφωτο. Κι ένα ενόργανο προανάκρουσμα στη ρυθμική ροή των 3/4. Οι ζακυνθινοί το ονόμασαν "ξύπνημα" και υπήρξε ό,τι πιό αναστατικό για τη νυκτωδιακή μέθεξη της ωραίας κοιμωμένης. Για όλους αυτούς τους συντελεστές (πλην του ... φεγγαριού), η ιστορία της τοπικής μουσικής ζωής διαθέτει δεκάδες ονόματα άξια καταγραφής. Η στενότητα του χώρου (χρόνου) με απαλάσσει από την προσωπική ευθύνη της παραπομπής σε ονομαστικό κατάλογο και τον κίνδυνο των παραλείψεων. Αυτοπεριορίζομαι λοιπόν σε μιαν ενδεικτική μεταφορά από τοπική εφημερίδα, που λέει αρκετά:

"...Tην νύκτα της 26 παρελθόντος Αυγούστου (Μιλάμε για το 1932) η λαβούσα χώραν σερενάδα επανέφερε την Ζάκυνθον εις την παλαιάν ευτυχισμένην εποχήν της, εποχήν άσματος, αρμονίας, αισθήματος, ευθυμίας και πολιτισμού.΄Ομιλος καλλιτεχνών, οργάνων και φωνών, αποτελούμενος από τους κ.κ. Πιέρρον Πανταζήν, Παύλον Χρυσάφην, Ανδρέαν Χρυσάφην, Ανδρέαν Χιώνην και Ιωάννην Κουντούρην, μετά ευωχίαν εις Κρύο-Νερό μετά ξένων εκδρομέων, εισήλθον περί το μεσονύκτιον εις την πόλιν και εξετέλεσαν εις διάφορα κέντρα σερενάδες αρμονικές. Εις την σιγαλιάν της νυκτός η αρμονία των οργάνων και αι γλυκύταται φωναί των τραγουδιστών διέχυνον μίαν άρρητον μυστικοπάθειαν και ο παρακολουθών κόσμος ενθουσιασμένος εχειροκρότει τους καλλιτέχνας. Εξετέλεσαν διαφόρους διωδίας και ο Ανδρέας Χιώνης μονωδίας και δια μίαν νύκτα η Ζάκυνθος εξαναγύρισε στα παληά της χρόνια που το τραγούδι και η μουσική εδικαίωνον την ξακουσμένην φήμην της..." [18]

Στο σημείο αυτό έχω μιαν ακόμη πληροφορία από πρώτο χέρι. Αφορά την τελευταία, πριν από τον πόλεμο, σερενάτα στη Ζάκυνθο. Ο εξαίρετος ζακυνθινός μουσικός Γιάννης Βίτσος, που αρκετές φορές αναφέρθηκε στη διάρκεια του παρόντος, μου γράφει σχετικώς:

"...Παρά την αναστάτωση που προκαλούσε στον κόσμο η πιθανότητα του πολέμου, για τα μεσάνυχτα της Κυριακής 27 Οκτωβρίου 1940 και τις πρωϊνές ώρες της Δευτέρας ήτο προετοι-μασμένη η τελευταία φθινοπωρινή "Σερενάδα". Μια πλήρης μαντολινάτα υπό τον αείμνηστο Πιέρρο Πανταζή, με τη θαυμάσια μαντόλα του και μουσικούς και τραγουδιστές τους Διονύσιο Κυπριώτη (Παγή), α΄μαντολίνο, Γιάννη Βυθούλκα (Μαγγιόρο) α΄μαντολίνο, Θανάση Σπαθάρο, β΄μαντολίνο, Δημήτριο Μιχαλά, β΄μαντολίνο, Γιάννη Βίτσο, φλάουτο, Μπάμπη Κόκκινο, κιθάρα, Ανδρέα Μπελούση(Σόλο) κιθαρίστα αλλά και βαρύτονο, Σπύρο Αρβανιτάκη, βαρύτονο, Διονύσιο Λαμπίρη, τενόρο και Σπύρο Λάγιο, τενόρο, έμελλε να σκορπίσει για τελευταία φορά σ' εκείνη την αξέχαστη νυχτιά, τις ζακυνθινές διωδίες σε διαλεγμένες συνοικίες της αλλοτινής πολιτείας. Και το σκίρτημα της ψυχής ολοζώντανο πίσω από τη μισάνοιχτη γρίλλια. Τ' απο-κορύφωμα όμως αυτό της αξέχαστης μουσικοτραγουδιστικής πανδαισίας, έσβυσε μελαγχολικά όταν στο φινάλε μιας κορώνας του Λαμπίρη, πλησίασε ο χωροφύλακας που περιπολούσε και με βαρειά φωνή μας δήλωσε: "Τούτη τη στιγμή η πατρίδα μας ευρίσκεται εις εμπόλεμον κατάστασιν με την Ιταλία. Σας παρακαλώ λοιπόν...κλπ" Και με τον funebre αυτόν απόηχο του οργάνου της τάξεως, έσβησε, χάθηκε η τελευταία "Ζακυνθινή Σερενάδα".

Σήμερα το περίφημο ντουέττο της ζακυνθινής σερενάτας, που άλλοτε αποτελούσε εντρύφημα ερωτικής αγωγής στου φεγγαριού το φως, φαίνεται πως δεν έχει τίποτα να διδάξει ή να θυμίσει στους νεώτερους, αφού πια οι ερωτικοί προσαγωγοί λειτουργούν με γρήγορους ρυθμούς και οι τραγουδιστές της Ζακύνθου, αν και διαθέτουν φωνή, δεν έχουν ...χρόνο. Η ακουστική μνήμη των ντουέττων του Τζώρτζη Κωστή, διασώζεται πάντως, χάρη σε δύο δισκογραφικές εργασίες, αναμφίβολης χρησιμότητας, παρά τις επιφυλάξεις που έχουν διατυπωθεί. Ερμηνευτές, με αναγνωρισμένα προσόντα και ευδόκιμη θητεία στο λυρικό θέατρο, παράλληλα με τους τίτλους των σπουδών τους , συνεισφέρουν και την εσωτερικότητα εκείνη που εκφράζει την ψυχοσύνθεση του ζακυνθινού σερεναδόρου. Πρόκειται για τους ζακυνθινούς καλλιτέχνες (βαρύτονους) της Εθνικής Λυρικής Σκηνής Βασίλη Κουντούρη (γυιο του Γιάννη Κουντούρη) και Διονύση Τρούσσα. Ο πρώτος μαζί με τον τενόρο συνάδελφό του Γιάννη Μανωλάκη ερμηνεύει τα ντουέττα του Κωστή στη δισκογραφική έκδοση παραγωγής των Φίλων του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων (επιμέλεια - κείμενα Νίκου Λούντζη) με τίτλο Οι σερενάτες ενώ συνοδεύει η Μαντολινάτα του Διονύση Αποστολάτου. Ο δεύτερος με τον επίσης τενόρο συνάδελφό του Κων)τίνο Παλιατσάρα τραγουδούν μαζί σε δίσκο με τον τίτλο Ζακυνθινές Σερενάδες και την οργανική συνοδεία μελών της Ορχήστρας Νυκτών Εγχόρδων του Πνευματικού Καλλιτεχνικού Κέντρου του Δήμου Πάτρας, υπό την διεύθυνση του Δημήτρη Λάγιου, στον οποίο ανήκει και η επιμέλεια έκδοσης του δίσκου.

Οι μαντολινάτες

Το μαντολίνο στη Ζάκυνθο (μαζί με την κιθάρα) υπήρξε πάντα το πρόσφορο όργανο για την πραγματοποίηση εφικτών μουσικών στόχων. Eξάρχον όργανο της μουσικής ψυχαγωγίας των ζακυνθίων, επιβάλλει την προσηγορία του και στις ορχήστρες νυκτών εγχόρδων, που, οργανωμένες ή αυτοσχέδιες, αποτέλεσαν αντιπροσωπευτικά σχήματα της ζακυνθινόμουσης καλλιτεχνικής δράσης. Η πρώτη συστηματική μαντολινάτα συγκροτήθηκε το 1901, υπό τον μουσικοδιδάσκαλο, πιανίστα και συνθέτη Στέφανο Θ. Καραμαλίκη (1866-1927). Με συνοδεία μαντολινάτας παίζονται για πρώτη φορά και κάλαντα (την Πρωτοχρονιά του 1905), σε στίχους Δημητρίου Πελεκάση και μουσική Διονυσίου Κατσίγιαλου:

Τώρα που έφθασε του χρόνου, η στερνή του η στιγμή
και προβάλλει με τραγούδια της πρωτοχρονιάς η αυγή...

Αξίζει να σημειώσουμε τα ονόματα των τραγουδιστών και των εκτελεστών, στα κάλαντα αυτά, όπως τ' αναφέρει και στο βιβλίο Νεοελληνική Μουσική ο Κερκυραίος μουσικός ιστορικός Σπύρος Μοτσενίγος: Σπύρος Μπάστας ή Μορούλιας (ένας σπουδαίος τενόρος, ψάλτης και κιθαρίστας), Ανδρέας Χρυσάφης, Νιόνιος Ντάριος, Σπύρος Γκιουστόζης, Μίμηκας και ο ξεχωριστός για το δικό του στυλ Ανδρέας Χιώνης.

Τα "κάλαντα Κατσίγιαλου γράφει ο Σπύρος Μοτσενίγος, εσημείωσαν εις την ιστορίαν της Ζακυνθινής νυκτωδίας σταθμόν. Εδωσαν την χαριστικήν βολήν εις την έως τότε επικρατούσαν τετράφωνον χορωδίαν, η οποία υπερηφάνως εκράτει το προνόμιον της αποκλειστικής εκτελέσεως των "καλάντων" της πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Την πρώτην εμφάνισιν της υπό τον Κατσίγιαλον μανδολινάτας παρηκολούθησαν χιλιάδες λαού και μάλιστα υπό βροχήν με μεγάλον ενθουσιασμόν" [19].

Στο σημείο όμως αυτό οφείλω να κάμω μια μικρή παρένθεση: Κάλαντα σε μουσική Κατσίγιαλου και στίχους Πελεκάση αναφέρονται και στο βιβλίο του Γιάννη Βίτσου "Ζακυνθινά Πεντάγραμμα" που προαναφέρθηκε. Είναι εκείνα τα πολύ πιο γνωστά που ακούγονται και σήμερα και που αρχίζουν με τα λόγια τούτα:

Πρωτοχρονιά καλή χρονιά, χρονιά γεμάτη κάλλη,
Γεμάτη υγεία και χαρά μας έρχεται και πάλι....

Στα ερωτηματικά που μπορεί να γεννηθούν αν οι παραπάνω εκδοχές αποτελούν δύο διαφορετικά τέκνα των αυτών γονέων ή είναι μόνον η μία γνήσια και η άλλη νόθος, οπότε οφείλουμε ν' αναζητήσουμε τους γονείς της, η οποιαδήποτε απάντηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ασφαλής. Πιθανόν ο Κερκυραίος Μοτσενίγος, που δεν αναφέρει και την πηγή των πληροφοριών του, να κάνει λάθος. Από την άλλη μεριά ο Ζακυνθινός Γιάννης Βίτσος, θα πρέπει να θεωρηθεί πιο αξιόπιστος, ως ευρισκόμενος πιό κοντά στα πράγματα και στους παλιούς τραγουδιστές από τους οποίους τ' άκουσε και τα κατέγραψε, διασταυρώνοντας και τις σχετικές με την προέλευσή τους πληροφορίες.

Το 1909 από τον αρχιμουσικό της Φιλαρμονικής Ιωάννη Πήλικα συγκροτείται η Μαντολινάτα Ζακύνθου και δίνει την πρώτη της υπαίθρια συναυλία στις 12 Ιουλίου του ίδιου χρόνου υπό τον μόλις 21 ετών Διονύσιο Καψοκέφαλο [20]. Με την ίδια επωνυμία την ξανασυναντάμε στον τοπικό τύπο το 1931:

"Εν μέσω ενθουσιασμού έκανε την εμφάνισίν της την εσπέραν της παρελθούσης Κυριακής εις το Πάνθεον η μανδολινάτα μας, το ωραίον υπό τον κ. Πανταζήν, παίξιμον της οποίας εχειροκρότησαν ενθουσιωδώς οι φιλόμουσοι θεαταί των Ουγγρικών Ερώτων" [21].

Χρειάζεται ίσως η διευκρίνιση ότι το Πάνθεον είναι θερινός κινηματογράφος, ότι οι Ουγγρικοί ΄Ερωτες είναι ο τίτλος της παιζόμενης ταινίας και ότι η παρουσία της μαντολινάτας εκεί, είναι κατάλοιπο παλιότερης συνήθειας που απαιτούσε την παρεμβολή ενός ψυχαγωγικού μουσικού ιντερμέτζου στα διαλείμματα της προβολής.

Με μικρές ή μεγάλες διακοπές, το σχήμα της μαντολινάτας δεν εξέλιπε, αναδεικνύοντας αξιόλογους μουσικούς διευθυντές. Σημειώνω ενδεικτικά, εκτός από τους Πιέρρο Πανταζή και Γιάννη Βίτσο που προαναφέρθηκαν, τους Γιάννη Λιβαθινό-Κουτσουκέλη (1927-1993), Τάση Λευτάκη (1907-1962), Στάθη Αρβανιτάκη (γεν. 1921) και Ηλία Θωμά. ΄Ενας εξαιρετικός επίσης και πολύπλευρος ζακυνθινός μουσικός ο Σπύρος Καψάσκης (1909-1967) αναπτύσσει την αξιόλογη καλλιτεχνική του δράση στη μεταπολεμική Αθήνα, σαν συνθέτης και διευθυντής μαντολινάτας επτανησιακού ρεπερτορίου [22] αλλά και σαν χοράρχης στην εκκλησία της Αγίας Ειρήνης.
Στην εκτέλεση του μαντολίνου τώρα, μείζονες και ελάσσονες, λαϊκοί αυτοδίδακτοι και έντεχνοι ...ακαδημαϊκοί, διεκδικούν την υστεροφημία με κριτήρια ...ετερογενή. ΄Αλλοτε της συμπάθειας άλλοτε της καταξίωσης. Από ένα πραγματικά μακρύ κατάλογο που θα μπορούσε κανείς να συντάξει δεν θα πρέπει να παραλείψει τα ονόματα των αδελφών Γιώργου, Μιλτιάδη και Σούλας Μιχαλά, τον αξέχαστο Κώστα Κυριακίδη (τον πρόσφυγα), τον Μιχάλη Κουτσουβέλη, τον Γιάννη Βυθούλκα-Μαγγιώρο, τον αξεπέραστο Σπύρο Βυθούλκα-Πιριπίρη που διακρίθηκε κι έξω από την Ζάκυνθο, και από τα νεώτερους, τους ταλαντούχους Διονύση Συνετό, Ανδρέα Σταμίρη, Θοδωρή Λειβαδά, Σπύρο Μαυρομάτη (κιθάρα) κ.ά. Ξεχωριστή θέση οφείλω να δώσω στον διεθνούς καρριέρας δεξιοτέχνη Δημήτρη Μαρίνο (γεν. 1964) που διαπρέπει στο εξωτερικό και που το περασμένο καλοκαίρι χάρισε στους ζακυνθινούς μιαν ασυνήθιστη εμπειρία για τις δικές του ικανότητες και του οργάνου τις δυνατότητες, με τη συναυλία που έδωσε στο Υπαίθριο Δημοτικό Θέατρο.

Η φιλοξενία της οπερέττας

Από την 10ετία του 1920 και μέχρι τους σεισμούς του 1953 (με εξαίρεση τα χρόνια της κατοχής) η Ζάκυνθος μετέχει στην πανδαισία της γαλλικής, της βιενέζικης και της ελληνικής οπερέττας. Διαθέτει θέατρο, μουσική προπαίδεια και κοινό πρόθυμο να χειροκροτήσει γλυκές φωνές και καλλίγραμμες πρωταγωνίστριες. Η όπερα σαν φιλόξενη και ώριμη πιά οικο-δέσποινα του χώρου, χωρίς ακριβώς ν' αποσύρεται, παραχωρεί ένα ευγενικό και διακριτικό προβάδισμα στην νεαρή, κομψή και ευκίνητη οπερέττα, που αφομοιώνεται διασκεδαστικά, σαν ανάγκη αναψυχής, μέσα στο κλίμα του διχασμού και των πολιτικών μεταβολών, με περιοδεύοντες θιάσους στα ελληνικά αστικά κέντρα. Σέ τέτοιους θιάσους η Ζάκυνθος θα γνωρίσει τις δεσποινίδες Νέζερ (1924), το Γιώργο Δράμαλη και τη Ζωζώ Νταλμάς (1925), το θίασο "Bάζα-Μαυροπούλου-Νούλη" και τη Μαρίκα Κρεββατά (1927), που "κατά γενικήν απαίτησιν" παίζουν την Μπαγιαντέρα του Κάλμαν, τις μετριότητες του Ξύδη (1927, 1928, 1931, 1932) με συμμετοχή ωστόσο (το 1931) του "αηδονάλαλου" τενόρου της οπερέττας Λέανδρου Καβαφάκη και (το 1932) της Βούλας Νικολαϊδου, τον θίασο Α. Αρντάτωφ-Πάολα Νικολέσκου (το 1934), το θίασο Δράμαλη-Κρεββατά (1937) και μεταπολεμικά (1948-1953) τις περίφημες ντίβες του ελαφρού μουσικού θεάτρου Σούλα Καραγιώργη, Φίνα Σκότη, ΄Ωρα Βάζα, Αθηνά Παπά και Τούλα Δράκου όσο και τον αξιαγάπητο μαέστρο Νικούτσο Ντ' ΄Αντζελις.

Ερασιτεχνικές συναυλίες- Οι συντελεστές

ερασιτεχνικές συναυλίες, οι φιλανθρωπικές εσπερίδες και τα ιδιωτικά κοντσέρτα , μέχρι τουλάχιστον τον πόλεμο του 1940, διαμόρφωναν στη μουσική Ζάκυνθο τρόπο ζωής και αισθητική αντίληψη επιπέδου. Τα δημοσιεύματα και τα σχόλια του τοπικού τύπου αποδυναμώνουν κάθε πρόθεση αναζήτησης κινήτρων, όταν η περιγραφή, από μόνη της αναδεικνύει το κλίμα και το φρόνημα ενός φιλότεχνου λαού:

H ωραία εσπερίς του Σαββάτου η δοθείσα υπέρ των πτωχών του τόπου, εστέφθη υπό πλήρους επιτυχίας. Και το πρόγραμμα εξετελέσθη τελείως υπό των ερασιτεχνών και η συρροή και η προθυμία της κοινωνίας μας ήτο καταπληκτική. Εις το βάθος της μεγάλης αιθούσης της λέσχης "Ο Ζάκυνθος", είχε κατασκευασθεί μία μικρά και περίκομψος σκηνή, στολισμένη με ωραία τριαντάφυλλα και καταπράσινα φοινικοειδή... ΄Ολος ο ωραιόκοσμος της Ζακύνθου με χαριτωμένες τουαλέττες και οι ευγενείς του τόπου μας κύριοι, περιμένουν ανυπομόνως το άνοιγμα της σκηνής, το οποίον γίνεται εν μέσω βαθυτάτης σιγής [23].

Θάταν όμως παράλειψη, να μη γίνει λόγος για τους μουσικούς συντελεστές της επιτυχίας τέτοιων εκδηλώσεων, καταγράφοντας εδώ ονόματα ερασιτεχνών, που κρατήθηκαν ζωντανά στη μνήμη των παλιότερων ζακυνθινών όπως και στα χρονικά των τοπικών εφημερίδων. Σημειώστε τον οφθαλμίατρο Ροβέρτο (Μπόμπη) Σιγούρο (1879-1943), στο βιολί και τον φαρμακοποιό Διονύσιο Μάνεση (1887-1951), στο βιολοντσέλλο, την αργότερα καθηγήτρια του πιάνου στο Ωδείο Αθηνών Λούση (Λουκία) Κόκλα (1909- ) τον πιανίστα Στέφανο Καραμαλίκη (που προαναφέρθηκε σαν διευθυντής μαντολινάτας) και την συμπαθή Λίζα Γκιουστότση (1902-1961) σαν acompagnatrice του πιάνου. Η παρουσία των τελευταίων κρίνεται απαραίτητη και σε περιστασιακά ρεσιτάλ που δίνονται συχνά στη Ζάκυνθο από περιοδεύοντες λυρικούς καλλιτέχνες. Ενδεικτικά από τον τοπικό τύπο σημειώνω την εμφά-νιση, στην αίθουσα της πολιτικής λέσχης Λομβάρδος, του τενόρου Λ. Φωτίου, αρχές Δεκέμβρη του 1909, με σύμπραξη μαντολινάτας υπό τον μουσικοδιδάσκαλο Στέφανο Καραμαλίκη, δύο εμφανίσεις του, επίσης τενόρου, Ερρίκου Κάρα, την Πρωτοχρονιά του 1918 τη συμπράξει της (16χρονης τότε) Λίζας Γκιουστότσηκαι τον Ιούνιο του 1918 στο θέατρο Φόσκολος, με συνοδεία μαντολινάτας. Επίσης (τον Γενάρη του 1925) την παρουσία στη Ζάκυνθο του Ιωάννη Μαρσέλλου, ως βαθύφωνου της ΄Οπερας του Μόντε Κάρλο, με σύμπραξη πάλι της Λίζας Γκιουστότση.

Αποχαιρετισμός στον 20όν αιώνα

Αποχαιρετώντας τον 20όν αιώνα, η Ζάκυνθος δηλώνει μουσοτραφής και συντηρείται μουσικά με ...ηλεκτρονική τεχνολογία και με την επιχειρηματολογία του ανεπαρκούς κληρονόμου πάνω στην επάρκεια των προγόνων του. Οι ιστορικές μνήμες δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν μια πραγματικότητα που πάσχει από έλλειψη στεγανών. Ο αιώνας που μόλις έφυγε σημαδεύτηκε από πλήθος πειραματισμών και αισθητικών ...μετεωρισμών, μέχρι σημείου άρνησης των στοιχείων ταυτότητας του πολιτισμικού μας παρελθόντος. Το αίσθημα της ανασφάλειας, η ιδέα της φυγής προς το μέλλον και το αναπόδεικτο θεώρημα πως οι κλασσικές μορφές τέχνης είναι ασυμβίβαστες με τον σύγχρονο τρόπο ζωής , αρνούνται στη μουσική δημιουργία την οικουμενική αποδοχή που της εξασφάλισε ο μουσικά ανεξάντλητος 19ος αιώνας και η απεραντοσύνη των παρακαταθηκών του ρομαντικού κινήματος και η Ζάκυνθος του σήμερα δεν μπορεί πιά να επικαλείται, όπως άλλοτε, την εξαίρεσή της. Στο συνθετικό χώρο ωστόσο, σεμνύνεται, και δικαίως, στο πέρασμα ενός Αλέκου Ξένου (1912-1995) που καταχωρείται στους μεγάλους των νεώτερων Ελλήνων συνθετών, καθώς και του επίσης σημαντικού, στον ίδιο χώρο, ζακυνθινού συνθέτη Διονυσίου Βισβάρδη (1910-1999) και παραμένει αξιοπρεπώς σιωπηλή στη μνήμη του πρόωρα χαμένου Δημήτρη Λάγιου (1952-1991), ενός νέου συνθέτη που έλαμψε κι έσβυσε σαν άστρο στο ευρύτερο ελληνικό μουσικό στερέωμα, αφήνοντας πίσω του υμνολόγους και αντιφρονούντες. Να μην αρνηθούμε όμως στον τελευταίο την πρωτοβουλία και την επιμέλεια στη συλλογή και διάσωση (ιδίως στα τετράφωνα) μιας ικανής μερίδας ακουστικού υλικού της ζακυνθινής μουσικής παράδοσης, ενσωματωμένου στο δίσκο Λαϊκά τραγούδια της Ζάκυνθος.

Στον 21ο

Το σύγχρονο ωστόσο έμψυχο δυναμικό της μουσικής Ζακύνθου, θα μπορούσε να πεί κανείς ότι συντηρούν την αισιοδοξία μιας αναγέννησης, όταν στους τομείς της εκτέλεσης και της διδασκαλίας των διαφόρων οργάνων, διαπιστώνεται η ύπαρξη νεαρών ταλέντων με αξιώσεις ιδιαίτερης αναφοράς. Του μαντολίνου σημειώθηκαν ήδη. Στο πιάνο τώρα νεαροί διπλωματούχοι όπως ο Διονύσης Σεμιτέκολος, ο Διονύσης Σούλης, η Πέγκυ Παυγέλου, η Τέτα Βασιλάκη-Κρητικού η ΄Ελσα Καπνίση, ο Μάριος Παπαδάτος, οι ταλαντούχοι σπουδαστές Σπύρος Δεληγιαννόπουλος, Διονύσης Μπουκουβάλας, Γιώργος Τσιρόπουλος, καθώς και ο εξαιρετικός στο φλάουτο Θοδωρής Γιατράς, διαθέτουν ήδη υψηλές διακρίσεις μουσικών σπουδών και υπόσχονται πολλά, ενώ με ιδιαίτερες επιδόσεις στα χάλκινα πνευστά θα πρέπει να σημειωθούν ο Γιάννης Μαρίνος (τρομπόνι, Βλ. Λεξικό Ελλ. Μουσικής), ο Ανδρέας Κονιτόπουλος (τρομπόνι), ο Διονύσης Μαλιάς (κορνέττα) και στα ξύλινα ο Σπύρος Κωστής (φαγκότο).

Στον τομέα της μουσικής διεύθυνσης επίσης, αν και εκτός Ζακύνθου, για πρώτη φορά σημειώνονται δύο νέοι αξιόλογοι Ζακύνθιοι: Oι αδελφοί Ανδρέας και Ραφαήλ Πυλαρινός, γυιοί του παλαίμαχου τρομπονίστα της Λυρικής Σκηνής και μαέστρου Διονύση Πυλαρινού.

Μια πολύ αισιόδοξη σημαντικότητα αποτελεί η παρουσία του Παναγιώτη Παύλ. Μαρίνου, που η μουσική του διεύθυνση, οι συνθετικές του επιδόσεις και η επαινετή ιδιαιτερότητα του στην έκφραση του ευρωαστικού μουσικού μέλους της Ζακύνθου, τόσο στον εκκλησιαστικό, όσο και στον κοσμικό χώρο σηματοδοτούν ένα πολύ ελπιδοφόρο μέλλον.

Οφειλόμενη διευκρίνιση ότι όλα τα ονόματα που αναφέρονται εδώ, δεν εξαντλούν το υπάρχον έμψυχο υλικό, αφού άλλωστε και το παρόν δεν διεκδικεί την πληρότητα βιογραφικού ευρετηρίου.

Σε επίπεδο μουσικών συνόλων, εκτός από τα χορωδιακά σχήματα που προαναφέρθηκαν, η Ζάκυνθος, διατηρεί τη Δημοτική Φιλαρμονική που φυτοζωεί (με αρχιμουσικό τον συνταξιούχο στρατιωτικό Νικόλαο Ταπίνη), μια μαθητική μαντολινάτα που επιβιώνει με το ζήλο και το μεράκι των νεαρών μελών της (με διευθυντή τον Κώστα Μεϊντάνη) κι έναν ωδικό όμιλο τους "Τραγουδιστάδες της Ζάκυνθος" (στο τετράφωνο, κυρίως , λαϊκό τραγούδι). Στον τομέα της δημόσιας εκπαίδευσης λειτουργεί, προνομιακά για τη Ζάκυνθο, το Μουσικό Γυμνάσιο-Λύκειο, η δραστηριότητα του οποίου, σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπάρχουν, είναι μάλλον θετική. Ας σημειωθούν ακόμη το ιδιωτικό μουσικό σχολείο του ωδείου "Εύηχον" και η παιδική μαντολινάτα του πολιτιστικού συλλόγου "Ωραίος Βασιλικός", με μικρούς μαθητές, που κατά καιρούς κάνουν αισθητή την ύπαρξή τους με δημόσιες εμφανίσεις σε αντίστοιχες μουσικές εκδηλώσεις.

Ένας νέος και ευπαίδευτος συνθέτης και μαέστρος, ο Ιάκωβος Κονιτόπουλος (γεν. 1963) μοιράζει την καλλιτεχνική του δράση ανάμεσα σε πλήθος αθηναϊκών υποχρεώσεων και στο ηθικό καθήκον απέναντι στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Μόνον έτσι κατορθώνει να λειτουργεί στη Ζάκυνθο, υπό την φροντίδα και την μπαγκέτα του, η νεοσύστατη ανδρική χορωδία με την επωνυμία "Σύγχρονο Φωνητικό Σύνολο Ζακύνθου". Μια εκδήλωσή του, την ημέρα των Χριστουγέννων 1999, την τελευταία του αιώνα που μόλις μας άφησε, μας αφήνει παράλληλα τη γεύση και την προοπτική μιας καλής δουλειάς, καθώς και την αισιόδοξη γνωριμία με τη φωνή της μεσοφώνου Χαράς Γρώπα, που συμμετείχε με επιτυχία στο πρόγραμμα.
Ξεχωριστή αναφορά οφείλεται στο "Ωδείο Ζακύνθου" του νέου και αξιόλογου μουσικοσυνθέτη Τιμόθεου Αρβανιτάκη (γεν. 1947). Ο τελευταίος αυτός, με σπουδές στο εξωτερικό και με απεριόριστη διάθεση δημιουργίας, συντηρεί στη Ζάκυνθο σχολή διδασκα λίας εγχόρδων και διευθύνει μιαν αναπτυσσόμενη συμφωνική ορχήστρα σαράντα περίπου εκτελεστών με επιτυχείς δημόσιες εμφανίσεις. Παράλληλα το, μέχρι στιγμής, συνθετικό του έργο, χωρίς να στερείται αυθεντικής υφής και προσωπικού στυλ, δένει απο-λύτως με την τοπική παράδοση, εξασφαλίζοντάς του ό,τι πιό ενθαρρυντικό στον αντίστοιχο χώρο, μπορεί μουσικά να ελπίζει η σημερινή Ζάκυνθος.

Οι λαϊκοί τραγουδιστές

Δεν μίλησα ιδιαίτερα για τους ζακυνθινούς λαϊκούς τραγουδιστές, που χωρίς αυτούς η μουσική ιστορία της Ζακύνθου, θάταν πραγματικά μια ιστορία χωρίς ...λόγια. Εδώ όμως οι ισορροπίες της απογραφής είναι κρίσιμες και πέρα από την παρακινδύνευση της ιεράρχησης, καραδοκεί ο κίνδυνος της παράλειψης. Από την άλλη μεριά αν περιοριζόμουνα σε ονόματα τραγουδιστών που έχουν φύγει πια από τη ζωή, θα ήμουν άδικος γι αυτούς που ζούν και ...βασιλεύουν. Ο ζακυνθινός λαϊκός τραγουδιστής διακατέχεται από το σύνδρομο της μοναδικότητας και τοποθετείται αυτογνωμόνως πέρα από τα όρια της σύγκρισης. Η σιγουριά ωστόσο της αναγνώρισης του βρίσκει στήριξη στην ιδανική εκφραστική ταύτιση ψυχής και φωνής, που κανείς πιστεύω δεν μπορεί να του αμφισβητήσει. Μη θέλοντας συνεπώς να στενοχωρήσω κανένα από τους συμπαθείς φίλους, κάνοντας όμως μια τιμητική εξαίρεση στη νωπή μνήμη του πρόωρα χαμένου Μίμη Σταμίρη, αρκούμαι να παραπέμψω στις κατά καιρούς οργανοφωνητικές παρέες, όπως εκείνη της Ασματικής Ελιάς (στη 10ετία του '60), στο Κουαρτέτο ντι Τζάντε των ημερών μας, στην παρέα των αδελφών Οδυσσέα και Τάση Κεφαλληνού, στο Κουαρτέτο ντι Τζάντε των ημερών μας, στους Τραγουδιστάδες της Ζάκυνθος που προανάφερα αλλά και στα όσα γραπτά ή προφορικά διασώζει η παράδοσή μας. Κι από τη θέση αυτή περιορίζομαι να εκφράσω την προτίμησή μου σ' εκείνο το ζευγάρι τενόρου-βαρυτόνου, που ενάντια σε κάθε σημερινή ανασκοπή, θάπαιρνε την πρωτοβουλία ν' αποθέσει τραγουδώντας "Ολα τ' Απρίλη τα λουλούδια" του Πανταζή, δίπλα στα "Φύλλα της ανεμώνης" του Κωστή. Θάταν αλήθεια ανεκτίμητη μια τέτοια προσφορά στην προσπάθεια διάσωσης και διατήρησης του ζακυνθινού ντουέττου απέναντι στην αλλοτρίωση των καιρών.

Η "Φανερωμένη"

Θα κλείσω αναφερόμενος, όπως είπα και στη αρχή, με την 30μελή ανδρική χορωδία "Η Φανερωμένη" που διαδραματίζει ενεργό και δημιουργικό ρόλο στον εκκλησιαστικό και τον κοσμικό χώρο, με αξιοσημείωτες παρουσίες στην Ζάκυνθο, την Ελλάδα και το εξωτερικό, ήδη από το 1989. Με σωματειακή συγκρότηση και πρόεδρο τον σεμνό λογοτέχνη-ζακυνθινογράφο Νιόνιο Μελίτα, γνώρισε σαν μαέστρο τον Ηλία Θωμά και με σημερινό διευθυντή τον καθηγητή της μουσικής Ανδρέα Μαμφρέδα, έχει κάθε λόγο να προσβλέπει με αισιοδοξία στο μέλλον της και την αναγνώρισή της από ένα ομολογουμένως δύσκολο και απαιτητικό κοινό. Στα διαπιστευτήρια μιας πετυχημένης 10χρονης καριέρας, σημειώνω ενδεικτικά, εκτός από την ανελλιπή συμμετοχή της σε τοπικές γιορτές και επετείους και την επιτυχή διοργάνωση αμοιβαίων χορωδιακών ανταλλαγών διεθνούς ενδιαφέροντος, όπως με την Corale San Stefano στην Ζάκυνθο και της "Φανερωμένης" στην Potenza Picena της Ιταλίας το 1992, με την χορωδία "Giovan Feretti" στη Ζάκυνθο και την αντίστοιχη ανταπόδοση της επίσκεψης στην Ανκόνα το 1993 και άλλες εξίσου αξιόλογες. Το Σεπτέμβρη του 1995 οργανώνει κοινή εκδήλωση με τη Χορωδία Καθολικών Πάτρας και τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου συμμετέχει στο "9ο Διεθνές Φεστιβάλ ΄Αργους Ορεστικού". Το 1996 (18-22 Οκτωβρίου) οργανώνει στη Ζάκυνθο την 1η Συνάντηση Χορωδιών. Το Νοέμβρη προσκαλείται και εμφανίζεται στην Κύπρο. Πραγματοποιεί εκεί τρεις εμφανίσεις, συμμετέχοντας παράλληλα στο Ευρωπαϊκό Φεστιβάλ "Limassol-Χειμώνας '96-97". Το 1997 (Απρίλιος) φιλοξενείται στο Μεσολόγγι ανοίγοντας το πρόγραμμα των "Εορτών Εξόδου 1997". Το Μάη του ίδιου χρόνου, μετά από πρόσκληση των Επτανησιακών Σωματείων του Μονάχου, βρίσκεται εκεί και συμμετέχει στον εορτασμό της "21ης Μαϊου". Το Σεπτέμβρη επίσης με το μουσικό συγκρότημα "Διάσταση" της Κύπρου, λαβαίνει μέρος στις εκδηλώσεις αδελφοποίησης των Δήμων Ζακυνθίων και Λεμεσού. Για τον ίδιο λόγο τον Απρίλη του 1998 βρίσκεται στην Κύπρο. Το 1998 ωστόσο απογράφει δύο ακόμη σημαντικές της δραστηριότητες: 8-10 του Μάη οργανώνει τη "2η Διεθνή Συνάντηση Χορωδιών", που την αφιερώνει στο "Έτος Διονυσίου Σολωμού" (συμμετέχουν 9 χορωδίες) και τον Ιούνιο συνοδεύει επίσημη ζακυνθινή αντιπροσωπεία στην Κρεμόνα της Ιταλίας, συμμετέχοντας στις εκεί εκδηλώσεις για τα 200 χρόνια από τη γέννηση του εθνικού μας Ποιητή.

Επίλογος

Κυρίες και κύριοι, οι γέφυρες του χθές με το σήμερα δεν είναι σίγουρο πως θ'αντέξουν στην πίεση των διερχομένων γενεών. Η αναγωγή ωστόσο των λαών στις πολιτισμικές τους ρίζες είναι μια δύσκολη ίσως αλλά οπωσδήποτε προσιτή έξοδος διαφυγής στους πολλαπλούς κινδύνους που απειλούν την ανθρωπότητα. Σε μια τέτοια κρίσιμη στιγμή, βρίσκει το μέτρο της συμβολής της και η παρούσα ομιλία.


Σημειώσεις

1.- Παναγ. Χιώτη: Iστορικά Απομνημονεύματα της νήσου Ζακύνθου, τομ. Α΄ σ. 160.
2.- Διον. Ρώμα: Το επτανησιακό θέατρο, περιοδ. Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1964, σ. 127, και Σπύρου Γ. Μοτσενίγου: Nεοελληνική Μουσική, Αθήνα 1958, σ. 193.
3.- Στέλιου Τζερμπίνου: "Ω τι ωραία που τραγουδείς.... και άλλες αρέκιες", Εκδ. Φιλόμουσης Κίνησης Ζακύνθου, 1993.
4.- Γιώργου Λεωτσάκου: MEMUS (Mediterraneo Musica) 1995: Η Ιταλίa ως alma mater της ελληνικής μουσικής του 19ου αιώνα και ως απέραντο πεδίο σχετικής μελλοντικής έρευνας.
5.- Nίκoυ Λούντζη: Θέατρα στη Ζάκυνθο. Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου Εταιρείας Ζακυνθιακών Σπουδών με τίτλο: Oι οικισμοί της Ζακύνθου, από την αρχαιότητα μέχρι το 1953, Αθήνα , 1993
6.- Διον.Ρώμα: "Το επτανησιακό θέατρο", Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1964, σελ. 127, αλλά και Λεων. Ζώη: "Ιστορικαί σελίδες της Ζακύνθου.Το θέατρον" στο περ."Αττική Ιρις" της Αθήνας, 1898 (αριθ.5-11), όπου παραπέμπει ο Ρώμας.
7.- Λεων. Ζώη: ό.π.π.
8.- Λεων. Ζώη: Ιστορία της Ζακύνθου σελ.401, βλ. όμως και Μοτσενίγου "Νεοελληνική Μουσική" σελ.195.
9.- Γιώργου Λεωτσάκου: "Οι χαμένες ελληνικές όπερες ή ο αφανισμός του μουσικού μας πολιτισμού", Περιοδικό Επίλογος στο κεφ. Ερευνες, Αθήνα 1992.
10.- Σπύρου Γ. Μοτσενίγου: Νεολληνική Μουσική, Αθήνα, 1958, σ. 166.
11.- Ντίνου Κoνόμου: Ζάκυνθος 500 χρόνια, τομ. 6ος (Λαογραφικά) σ. 284.
12.- Βλ. Λύχνος υπό τον μόδιον -΄Εργα Ελλήνων συνθετών για πιάνο - ΄Εκδοση CD από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, ΄Ερευνα-Κείμενα Γιώργος Λεωτσάκος.
13.- Βλ. Παύλος Καρρέρ - Μουσική για σαλόνι και μπαλκόνι (Η "Επτανησιακή Σχολή" του ΙΘ΄ αιώνα). Διπλό CD έκδοσης Οι Φίλοι του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, Κείμενα - Επιμέλεια Nίκιας Λούντζης.
14.- Διον. Λαυράγκα: Απομνημονεύματα, Αθήναι 1939, σ.σ. 205-207.
15.- Θοδ. Χατζηπανταζή: Το Κωμειδύλλιο, Εκδ. Ερμής, 1981, Τομ. Α΄, σ. 64.
16.- Λεων. Ζώη: Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, Αθήναι 1963, Μέρος Β΄, σ. 405 στη λέξη Μάστρο- Μανώλης.
17.-"Ποικίλη Στοά" Ιωάννου Α. Αρσένη 1899 σ.σ. 243-244.
18.- Εφημ. Φιλελεύθερος 4 Σεπ. 1932.
19.- Σπ. Μοτσενίγου: Nεοελληνική Μουσική, ό.π.π. σ. 216.
20.- Εφημ. Ελπίς 1762/12 Ιουλ.1909.
21.- Εφημ. Επτανησιακή Ηχώ της 29 Απρ. 1931.
22.- Καρπός της δραστηριότητάς του αυτής και το διπλό δίσκογραφικό άλμπουμ των Φίλων του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων, με τον τίτλο Τραγουδούσε η Ζάκυνθος, με αξιόλογες μεταγραφές παλιών ερασιτεχνικών ηχογραφήσεων. Κείμενα - Επιμέλεια Nίκιας Λούντζης.
23.- Εφημ. Ελπίς 31 Δεκ. 1917.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts with Thumbnails