Τὰ λόγια μου χτυποῦν στὸ χαλασμένο, παλιὸ
πληκτρολόγιο,
στὰ μάτια ἐκείνων ποὺ κοιτοῦν τὴν ποίησή μου
μὲ τὸν μεγεθυντικὸ φακὸ τῆς γιαγιᾶς.
e-library
Τὰ λόγια μου χτυποῦν στὸ χαλασμένο, παλιὸ
πληκτρολόγιο,
στὰ μάτια ἐκείνων ποὺ κοιτοῦν τὴν ποίησή μου
μὲ τὸν μεγεθυντικὸ φακὸ τῆς γιαγιᾶς.
Ἔκρυψα τὴν εὐτυχία μου στὶς παλάμες σου
καὶ τώρα ἀναζητῶ τὴ μοῖρα τῆς ἀγάπης μας
σὲ κρυστάλλινες δακτυλῆθρες…
Ἡ ἀγάπη μου πέθανε ἐδῶ καὶ καιρό.
Τὰ δάχτυλά μου δὲν ξέρουν πιὰ
ν’ ἀναζητοῦν τὸ νόημα τῆς ζωῆς
μέσα ἀπὸ ἄνθη κι ἀναστεναγμούς.
Τώρα εἶμαι μόνο ἐγὼ κι ὁ ἑαυτός μου.
Μόνο ἐγώ.
Adriana Maria Butnariu, 25 Μαΐου 2006.
Ἄνθρωπον ζητῶ…[1] στίς λεωφόρους τοῦ διαδικτύου. Σχέσεις καί ἐξαρτήσεις στήν ψηφιακή ἐποχή
Μὲ τὴ χθεσινοβραδινὴ βροχή,
ἔλαβα τὸ μήνυμά σου.
Καὶ ἦρθα ἔτσι ὅπως μὲ ξέρεις:
μὲ τὸ μέτωπο γεμᾶτο σκέψεις,
μὲ τὰ χέρια νὰ μυρίζουν γιασεμί…
Ἔχω μέρες ποὺ περνῶ ὧρες στὴν ἀκροθαλασσιὰ
κι ἀκούω τὰ κύματα καὶ τὸν κρύο ἄνεμο
νὰ γλιστράει πάνω στὴν ἄμμο,
τὴ λεπτή, τὴ βρόμικη, γεμάτη φύκια καὶ σκουπίδια -
παροδικὰ ναυάγια, συλλεγμένα ἀπ’ τὴ θάλασσα…
Μπλὲ σκιὲς χάνονται στὸ ψυχρὸ σούρουπο
καὶ σταγόνες βροχῆς, κρύες καὶ βαριές, πέφτουν
πάνω μας
σὰν σὲ γυάλινους βράχους,
διάφανους καὶ σιωπηλούς…