[Περιοδικό Επτανησιακά Φύλλα, 18 (1997) 79]
- Α! Φίλε, φίλε Καρυωτάκη,
ποιος θα μάς δώσει ένα χεράκι
στης δύσης την ακτή, μη σηκωθούμε
απ' τη Σκιά όπου κοιτόμαστε πρηνείς
θαρρώντας -άοπλοι- πως θα σωθούμε
κι από το σώμα της ισόβιας ποινής;
Ίδιοι κ' εδώ, ιδιώτες άλλοι,
της Κρίσης στάσιμοι υπάλλη-
λοι, μοιάζουμε σαν διάτρητες κιθάρες
μπαλάντες μάχης συνηχώντας στη Σιωπή,
της μέρας μας ριμάροντας κατάρες
ή στάλες στάζοντας της νύχτας για ντροπή.
Σε ίδια οδό, σαν Δον Κιχώτες
-φυγής γενναίοι και δεσμώτες-
σ' αυγής φτερό ζυγίζουμε το ψέμα
του όνειρου, της άνοιξης, της ηδονής,
ιδανικά σωριάζοντας στο αίμα
μιας Πρέβεζας -μ' άδυτον ήλιο- σκοτεινής.
- Α! Φίλε, φίλε Καρυωτάκη,
σε κάθε χέρι και φενάκη;
(1995/1996)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.