Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Γιάννη Κοντού: ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ, ΤΟΝ ΕΙΧΑΝ ΞΕΧΑΣΕΙ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ, ΝΟΜΙΖΕ (ποίημα)

[Αναδημοσίευση, Περιοδικό Ἡ Λέξη, Ἀθήνα, Νοέμ.-Δεκ. 1997. Ἀπό τὸ Ποιητῶν ἀναθήματα στὸν Διονύσιο Σολωμό, ἐπιλογή, ἐπιμέλεια καὶ εισαγωγή: Διονύσης Σέρρας, ἐκδ. Μπάστας-Πλέσσας, Ἀθῆναι 1998].


Μαύρη κηλίδα
στὸ λευκὸ πουκάμισο
οἱ τύψεις του. Νευρικὰ περπατοῦσε
μὲ τὰ φτερὰ καλὰ κρυμμένα.
Ἀσημένια τὰ μαλλιὰ καὶ τὰ χέρια.
Φῶς πάνω στὸ φῶς
καὶ τὸ ποτῆρι πάντα ἄδειο.
Πατοῦσε χορταράκι
καὶ ἤτανε σὰν νὰ πατάει κάρβουνο.
Ἔκανε ἄνω κάτω τὸ σπίτι,
γιὰ νὰ βρεῖ καμιὰ κρυμμένη λέξη.
Ἔψαχνε μέχρι στὶς ραφὲς τῶν ρούχων
καὶ στὰ μποτίνια του. Ἔψαχνε
στὸν ἀχυρώνα καὶ στοὺς δρόμους.
Κοιτοῦσε τὸ παραμικρό,
τὸ ἐλάχιστο, τὸ τυλιγμένο
στὸ κουκοῦλι τοῦ καιροῦ.
Ὅλο ἔφευγε πρὸς τὰ μέσα του,
πρὸς τὸ σκοτεινό. Αὐτὸς
ἀπὸ συναισθηματικὴ πάθηση
τὸ ἔβλεπε γαλάζιο.
Στὸ γαλάζιο ἔμεινε γιὰ πάντα:
ἀφοῦ τὶς νύχτες ἔβαξε ἀπέναντί του,
τὸν μικρὸ Διονύσιο καὶ ἔκλαιγε μὲ λυγμούς.

(Ὅσο γιὰ γράμματα, ἀκόμη φτάνουν ἀπὸ τὴν Κρεμόνα).